- δευτερόλεπτο
- Μία από τις θεμελιώδεις μονάδες του Διεθνούς Συστήματος Μονάδων (SI), που ορίζεται ως η διάρκεια 9.192.631.770 περιόδων ακτινοβολίας της αντίστοιχης μετάπτωσης ανάμεσα σε δύο υπέρλεπτες στάθμες της βασικής κατάστασης του ατόμου του καισίου 133Cs. Το δ. αυτό ονομάζεται ατομικό και έδωσε τη δυνατότητα να αυξηθεί πολύ η ακρίβεια του προτύπου του χρόνου. Παλαιότερα ως πρότυπο χρόνου χρησιμοποιούσαν το δ. που οριζόταν ως το 1/86.400 της μέσης ηλιακής ημέρας. Το δ. αυτό όμως δεν είναι σταθερό, εξαιτίας της ανισόμετρης περιστροφής της Γης και γι’ αυτό αντικαταστάθηκε το 1956 από το αστρονομικό ή εφημεριδιακό δ., που χρησιμοποιείται παράλληλα με το ατομικό και βρίσκει εφαρμογή στην αστρονομία, στη γεωδαισία και σε άλλους επιστημονικούς κλάδους. Ως αστρονομικό δ. ορίστηκε το 1/31.556.925,9747 του τροπικού έτους που άρχισε το μεσημέρι της 31ης Δεκεμβρίου 1899.
(Μαθημ.) Στη γεωμετρία, δ. ονομάζεται επίσης η υποδιαίρεση μονάδας μέτρησης των επίπεδων γωνιών. Είναι ίση με το 1/3.600 της μοίρας ή το 1/60 του λεπτού.
* * *και -λεφτο, το (Μ δευτερόλεπτον)1. το δεύτερο λεπτό τής ώρας ως μονάδα μετρήσεως χρόνου (η οποία ισούται με το ένα εξηκοστό τού πρώτου λεπτού)2. μονάδα μετρήσεως τόξου ή γωνίας, το εξηκοστό τού πρώτου λεπτού ή τής μοίραςνεοελλ.μια στιγμή τού χρόνου όχι ακριβώς προσδιορισμένη, μια στιγμούλα.
Dictionary of Greek. 2013.